χασεκής

χασεκής
ο, Ν
1. τύραννος, βασανιστής
2. ονομασία τών αξιωματικών τού στρατιωτικού σώματος τών Μποστατζήδων στην οθωμανική σουλτανική αυλή τής Κωνσταντινούπολης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το όν. Χασεκής τού βοεβόδα τής Αθήνας επί τουρκοκρατίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χασεκής, Χατζή - Αλή - αγάς — Τούρκος βοεβόδας της Αθήνας (1775–95). Αναφέρεται για την τυραννική διακυβέρνησή του και την πλεονεξία του. Ο X. άρπαξε κτήματα και περιουσίες και συμπεριφερόταν στους Έλληνες με ωμότητα. Παρά το γεγονός αυτό, προστάτεψε την Αθήνα από τις… …   Dictionary of Greek

  • Σκουζές — Επώνυμο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, η οποία αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα των αρχών του Που αι. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Νικόλαος (1640 1710). Έδρασε στους μεταξύ Τούρκων και Βενετών αγώνες, μαζί με τον Άργυρο Βεναλδή.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”